- ραφανία
- η, Νδηλητηρίαση από σπέρματα ραφανίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ράφανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥαφάνια — ῥαφάνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)